- προτείχιση
- [-ις (-εως)] η возведение стены, переднего вала; окружение стеной, валом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
προτείχιση — η, Ν [προτειχίζω] η κάλυψη με προτείχισμα … Dictionary of Greek
προτείχιση — η η πράξη του προτειχίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)